- λαουτζίκος
- ο1. τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα2. οι φτωχοί και αμόρφωτοι άνθρωποι, ο κοσμάκης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαός + επαυξημένη υποκορ. κατάλ. -ουτζίκος (πρβλ. καβγα-τζίκος, μασκαρα-τζίκος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαουτζίκος — ο οι φτωχοί και αγράμματοι άνθρωποι του λαού, ο κοσμάκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημακίδιον — δημακίδιον, το (Α) (κωμικ. υποκοριστικό τού δήμος) λαουτζίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που μαρτυρείται άπαξ πιθ. από αμάρτ. *δήμαξ < δήμος] … Dictionary of Greek
πλέμπα — και χλέμπα και πλεμπάγια και χλεμπάγια, η, Ν (με σκωπτική σημ.) λαός, όχλος, λαουτζίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλέμπα < ιταλ. plebe < λατ. plebs, plebis «όχλος», ενώ ο τ. πλεμπάγια < ιταλ. plebaglia. Οι τ. χλέμπα και χλεμπάγια έχουν σχηματιστεί… … Dictionary of Greek